πραιτέξτα

πραιτέξτα
και πραιτεξτάτα, η, Ν
1. (στους Ρωμαίους) η λευκή και με πλατιές πορφυρές παρυφές τήβεννος που έφεραν οι συγκλητικοί, οι ύπατοι, οι στρατηγοί και οι άλλοι άρχοντες και ιερείς στους δημόσιους αγώνες και στις τελετές
2. θεατρ. τραγωδία με ρωμαϊκή υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetexta (toga), ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τής μτχ. παθ. αορ. τού praetexo «παρυφαίνω με πορφύρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραιτέξτατος — ὁ, Α ο περιβεβλημένος με τη ρωμαϊκή τήβεννο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetextatus < praetexta (βλ. λ. πραιτέξτα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”